- πρηΰνους
- -ουν, και πρηΰνοος, -οον, Αιων. τ. βλ. πραΰνους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πραΰνους — και ιων. τ. πρηΰνους, ουν, και οος, οον, Α αυτός που έχει πράο νου, ήπια διάθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς / πρηΰς, αθέματη μορφή τού επιθ. πρᾶος + νοῦς] … Dictionary of Greek